μαραφέτι

μαραφέτι
το
1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα εργαλείου
2. μέσο, τέχνασμα ή γνώση τού τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται κάτι («η τέχνη μας έχει πολλά μαραφέτια»)
3. μτφ. το ανδρικό γεννητικό όργανο
4. στον πληθ. τα μαραφέτια
το σύνολο τών εργαλείων που απαιτούνται για μια εργασία, τα σύνεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marifet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαραφέτι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα. 2. τέχνασμα με το οποίο πετυχαίνουμε κάτι: Κατάφερε να το φτιάξει με τα μαραφέτια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρκούτσι — το 1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα τού ναργιλέ 2. (κατ επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο 3. μαστίγιο, βούρδουλας 4. εξάρτημα, μαραφέτι 5. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus] …   Dictionary of Greek

  • marafet — MARAFÉT, marafeturi, s.n. 1. (pop. şi fam.; la pl.) Fasoane, mofturi; nazuri; fiţe. 2. (pop. şi fam.; mai ales la pl.) Podoabă (pretenţioasă). ♦ Lucru mărunt, fleac. 3. (înv.) Meşteşug, dibăcie; iscusinţă, pricepere, măiestrie. ♦ Procedeu,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”