- μαραφέτι
- το1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα εργαλείου2. μέσο, τέχνασμα ή γνώση τού τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται κάτι («η τέχνη μας έχει πολλά μαραφέτια»)3. μτφ. το ανδρικό γεννητικό όργανο4. στον πληθ. τα μαραφέτιατο σύνολο τών εργαλείων που απαιτούνται για μια εργασία, τα σύνεργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marifet].
Dictionary of Greek. 2013.